- σεληνοηλιακός
- -ή, -ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη και στον Ήλιο συγχρόνως («σεληνοηλιακό ημερολόγιο»)2. φρ. «σεληνοηλιακή μετάπτωση»αστρον. η μεταβολή τής διεύθυνσης τού άξονα τής Γης, λόγω τών παρελκτικών δυνάμεων τού Ηλίου και τής Σελήνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σελήνη + Ήλιος + κατάλ. -ακός].
Dictionary of Greek. 2013.